- δασκαλισμός
- ο1. νοοτροπία ή συμπεριφορά που αρμόζει σε στενοκέφαλο ή σχολαστικό δάσκαλο2. εξεζητημένος αρχαϊσμός στη γλώσσα, συχνά εσφαλμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < (δι) δάσκαλος + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.